ηλιοσκόπιο(ν)

ηλιοσκόπιο(ν)
το астр. гелиоскоп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ηλιοσκόπιο(ν)" в других словарях:

  • ηλιοσκόπιο — Όργανο που μειώνει την εκτυφλωτική λαμπρότητα του Ήλιου και επιτρέπει τις οπτικές παρατηρήσεις της επιφάνειάς του. H ελάττωση της φωτεινότητας μπορεί να γίνει για μικρά τηλεσκόπια με μαύρο γυαλί που έχει επίπεδες παράλληλες έδρες, αλλά στα… …   Dictionary of Greek

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • ευφορβία — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… …   Dictionary of Greek

  • ευφόρβια — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοσκόπιος — ο (Α ἡλιοσκόπιος, ον) [ηλιοσκόπος] αυτός που βλέπει προς τον ήλιο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηλιοσκόπιο όργανο που χρησιμοποιείται κατά την τηλεσκοπική παρατήρηση τού ήλιου για την ελάττωση τής έντασης τού φωτός του αρχ. φρ. «ἡλιοσκόπιος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»